- ομόθηρος
- ὁμόθηρος, -ον (Α)αυτός που θηρεύει, που κυνηγά μαζί με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -θηρος (< θήρ «άγριο ζώο, θηρίο»), πρβλ. πολύ-θηρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμόθηρος — partner in the chase masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόθηρον — ὁμόθηρος partner in the chase masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek